- λιτανά
- λιτανόςprayingneut nom/voc/acc plλιτανά̱ , λιτανόςprayingfem nom/voc/acc dualλιτανά̱ , λιτανόςprayingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιτάν' — λιτανά , λιτανός praying neut nom/voc/acc pl λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc/acc dual λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc sg (doric aeolic) λιτανέ , λιτανός praying masc voc sg λιταναί , λιτανός praying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανός — λιτανός, ή, όν (Α) 1. παρακλητικός, ικετευτικός («μέλη θεοῑσι λιτανά», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά οι προσευχές, οι δεήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ. τού λίσσομαι* + κατάλ. ανός (πρβλ. λιχ ανός)] … Dictionary of Greek